- βλαστητικῆς
- βλαστητικόςin active growthfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στρωμάτωση — η, Ν 1. η τοποθέτηση ή η απόθεση σε στρώματα ή η διαίρεση, ο διαχωρισμός σε στρώματα 2. (γεωπ.) η διάταξη σπερμάτων ή μοσχευμάτων σε στρώσεις που διαχωρίζονται με χώμα ή άμμο, με σκοπό την επίσπευση ή τη διατήρηση για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα… … Dictionary of Greek
φυλλοβόλος — α, ο / φυλλοβόλος, ον, ΝΜΑ (για πολυετή φυτά) αυτός τού οποίου τα φύλλα πέφτουν κατά το φθινόπωρο, αυτός τού οποίου τα φύλλα έχουν διάρκεια ζωής μιας μόνον βλαστητικής περιόδου και αποπίπτουν προς το τέλος της (α. «δένδρα αειθαλή και φυλλοβόλα» β … Dictionary of Greek
αγαμοσπερμία — Με τον όρο αυτό αναφέρονται όλοι οι τύποι κατά τους οποίους τα σπόρια και τα έμβρυα δημιουργούνται με τρόπους μη φυλετικούς. Η περίπτωση της βλαστητικής αναπαραγωγής αποτελεί εξαίρεση … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek